παρασώζω

παρασώζω
ΜΑ
μσν.
μέσ. παρασῴζομαι
διασώζω
αρχ.
παρουσιάζω τον κατάδικο που απελευθερώνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”